- κατευλογέω
- κατευλογέω impf. κατευλόγουν (s. εὐλογέω; Plut., Mor. 66a; 1069c; Ps.-Plut., Amator. 750c; Tob 10:14; 11:17 BA) bless Mk 10:16.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
κατευλογοῦντα — κατευλογέω pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κατευλογέω pres part act masc acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατευλογοῦσι — κατευλογέω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric) κατευλογέω pres ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατευλόγει — κατευλογέω pres imperat act 2nd sg (attic epic) κατευλογέω imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατευλογεῖται — κατευλογέω pres ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατευλογηθεῖσα — κατευλογέω aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατευλογουμένη — κατευλογέω pres part mp fem nom/voc sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατευλογοῦντες — κατευλογέω pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατευλογοῦντος — κατευλογέω pres part act masc/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατευλογῆσαι — κατευλογέω aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατευλόγησεν — κατευλογέω aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατευλογήσας — κατευλογήσᾱς , κατευλογέω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)